- ἐπάγονται
- ἐπάγωbring onpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
προσφυγή — η, ΝΜΑ [προσφεύγω] καταφυγή σε κάποιον ή σε κάτι από ανάγκη, ιδίως για αναζήτηση προστασίας νεοελλ. 1. αίτηση σε επίσημη κρατική ή διεθνή αρχή με την οποία επιδιώκεται ακύρωση, ανάκληση ή τροποποίηση μιας πράξης ή απόφασης (α. «προσφυγή στο… … Dictionary of Greek
κυοφορούμενο — (Νομ.). Ονομασία του εμβρύου στη νομική ορολογία. Το δίκαιο αναγνωρίζει δικαιώματα στο κ., καθορίζοντας με γενική διάταξη το εξής: «Ως προς τα δικαιώματα που του επάγονται, το κ. θεωρείται γεννημένο, αν γεννηθεί ζωντανό». Αν γεννήθηκε ζωντανό, αν … Dictionary of Greek
μαγνητική αδράνεια — Στα περισσότερα σιδηρομαγνητικά υλικά παρατηρείται μια χρονική καθυστέρηση μεταξύ της εφαρμογής ενός μαγνητικού πεδίου και της μαγνήτισης του υλικού (προσανατολισμός των ατομικών μαγνητικών ροπών παράλληλα με το εξωτερικό πεδίο), που μπορεί να… … Dictionary of Greek
ἐπάγοντ' — ἐπάγοντα , ἐπάγω bring on pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπάγοντα , ἐπάγω bring on pres part act masc acc sg ἐπάγοντι , ἐπάγω bring on pres part act masc/neut dat sg ἐπάγοντι , ἐπάγω bring on pres ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπά̱γοντο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)